- ἄζηλος
- ἄζηλοςunenviedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άζηλος — και άζουλος η, ο (Α ἄζηλος, ον) ο μη αξιοζήλευτος, αυτός που δεν τόν ζηλεύει κανείς νεοελλ. αυτός που δεν έχει ζήλο, κλίση σε κάτι αρχ. 1. αυτός που δεν έχει μεγάλη αξία, ο μη αξιόλογος 2. δυστυχής, θλιβερός, καταθλιπτικός («ἄζηλον γῆρας») 3.… … Dictionary of Greek
ἄζηλον — ἄζηλος unenvied masc/fem acc sg ἄζηλος unenvied neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζήλοις — ἄζηλος unenvied masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζήλου — ἄζηλος unenvied masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζήλους — ἄζηλος unenvied masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζήλῳ — ἄζηλος unenvied masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄζηλα — ἄζηλος unenvied neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄζηλοι — ἄζηλος unenvied masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζηλία — η (Α ἀζηλία) [ἄζηλος] νεοελλ. έλλειψη ζήλου, κλίσεως σε κάτι αρχ. 1. η έλλειψη ζήλειας ή φθόνου 2. (για ύφος) έλλειψη επιτηδεύσεως, απλότητα … Dictionary of Greek
ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… … Dictionary of Greek